- τζούτα
- η джут
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζούτα — η, Ν 1. βοτ. το φυτό γιούτα ή ιούτα 2. κλωστική ίνα από γιούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jute (< αρχ. ινδ. juta «μπερδεμένο μαλλί»)] … Dictionary of Greek
ιούτα — και γιούτα και τζούτα, η ετήσιο φυτό τού γένους κόρχορος, καθώς και οι κλωστικές ίνες που εξάγονται από τον βλαστό του και αποτελούν πρώτη ύλη τής κλωστοϋφαντουργίας, από την οποία κατασκευάζονται σάκοι και υφάσματα συσκευασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά … Dictionary of Greek